κρούει

κρούει
κρούω
strike
pres ind mp 2nd sg
κρούω
strike
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρούω — έκρουσα, κρούστηκα, κρουσμένος 1. χτυπώ, βαρώ: Κρούει την πόρτα. 2. παίζω όργανο: Κρούει την κιθάρα του. 3. φρ., «Kρούω τον κώδωνα του κινδύνου» σημαίνει ότι προαναγγέλλω δημόσια τον κίνδυνο που επέρχεται. 4. το μέσ., κρούομαι σημαίνει ότι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Digenes Akritas — Epic of Digenis Akritas, Athens National library manuscript. Digenes Akrites (Greek: Διγενῆς Ἀκρίτης, pronounced [ðiʝeˈnis aˈkritis]), known in folksongs as Digenes Akritas (Διγενῆς Ἀκρίτας …   Wikipedia

  • κρούστης — ο (Α κρούστης) [κρούω] νεοελλ. αυτός που κρούει ή το όργανο με το οποίο κρούεται κάτι, επικρουστήρας αρχ. αυτός που επιτίθεται και χτυπά με το κεφάλι ή με τα κέρατα …   Dictionary of Greek

  • κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • κυμβαλιστής — ο, θηλ. κυμβαλίστρια (Α κυμβαλιστής, θηλ. κυμβαλίστρια) [κυμβαλίζω] αυτός που κρούει κύμβαλο, παίκτης κυμβάλου …   Dictionary of Greek

  • πένα — Γραφίδα από φτερό ή μεταλλική. Π. λέγεται και ο κονδυλοφόρος. Η π. αναφέρεται για πρώτη φορά στα χρόνια του βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχου. Ο Θεοδώριχος ήταν αγράμματος και για να υπογράφει χρησιμοποιούσε ένα διάτρητο έλασμα, ανάμεσα στις… …   Dictionary of Greek

  • τυμπανοτρίβης — ὁ, Α 1. αυτός που κρούει το τύμπανο, τυμπανοκρούστης 2. μτφ. (για τους ευνούχους ιερείς τής Κυβέλης) θηλυπρεπής, κίναιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + τρίβης (< τρίβω), πρβλ. φαρμακο τρίβης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”